- ὀβολιαῖος
- ὀβολ-ιαῖος, α, ον,A of the weight of an obol, Arist.HA522a31, Gal.13.101 ; worth an obol, i. e. petty,
κέρδη Theano Ep.6.2
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κέρδη Theano Ep.6.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οβολιαίος — ὀβολιαῑος, αία, ον (Α) 1. αυτός που έχει το σχήμα ή το μέγεθος οβολού 2. αυτός που έχει αξία ενός οβολού, δηλ. αυτός που έχει ευτελή αξία, ασήμαντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβολός + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. δραχμ ιαίος)] … Dictionary of Greek
ὀβολιαίου — ὀβολιαῖος of the weight of an obol masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀβολιαίους — ὀβολιαῖος of the weight of an obol masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀβολιαία — ὀβολιαίᾱ , ὀβολιαῖος of the weight of an obol fem nom/voc/acc dual ὀβολιαίᾱ , ὀβολιαῖος of the weight of an obol fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀβολιαίας — ὀβολιαίᾱς , ὀβολιαῖος of the weight of an obol fem acc pl ὀβολιαίᾱς , ὀβολιαῖος of the weight of an obol fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)